- βαρβαρικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε βαρβάρους: Στην αρχαία Ελλάδα γίνονταν συχνά βαρβαρικές επιδρομές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαρβαρικός — barbaric masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικός — ή, ό (AM βαρβαρικός, ή, όν) [βάρβαρος] Ι. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε βάρβαρο αρχ. βάρβαρος, βίαιος II. μσν. το ουδ. ως ουσ. οι χώρες των βαρβάρων αρχ. το ουδ. ως ουσ. 1. οι βάρβαροι 2. η κακομεταχείριση … Dictionary of Greek
βαρβαρικά — βαρβαρικός barbaric neut nom/voc/acc pl βαρβαρικά̱ , βαρβαρικός barbaric fem nom/voc/acc dual βαρβαρικά̱ , βαρβαρικός barbaric fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικώτερον — βαρβαρικός barbaric adverbial comp βαρβαρικός barbaric masc acc comp sg βαρβαρικός barbaric neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικωτέρων — βαρβαρικός barbaric fem gen comp pl βαρβαρικός barbaric masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικῶν — βαρβαρικός barbaric fem gen pl βαρβαρικός barbaric masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικόν — βαρβαρικός barbaric masc acc sg βαρβαρικός barbaric neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικώτατα — βαρβαρικός barbaric adverbial superl βαρβαρικός barbaric neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικαῖς — βαρβαρικός barbaric fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικαί — βαρβαρικός barbaric fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)